instrument | |
gen. | αυτόνομη πράξη |
comp., MS | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
law | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
med. | όργανο; εργαλείο |
transp. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
of | |
gen. | από |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
αυτόνομη πράξη | |||
τοποθετώ όργανα μέτρησης (To tag the source code in order to measure the amount of time spent in each area) | |||
δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο | |||
όργανο m; εργαλείο | |||
ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους | |||
| |||
εξοπλίζω δι'οργάνων | |||
English thesaurus | |||
| |||
instr; instrm | |||
legal document | |||
A device intended to make a measurement, alone or in conjunction with other equipment | |||
inst | |||
| |||
instr |
instruments : 894 phrases in 43 subjects |