instruction | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
modification | |
gen. | μετατροπή |
law | αναθεώρηση |
med. | αλλαγή; τροποποίηση; μεταβολή |
| |||
τμήμα ελέγχου | |||
οδηγία f | |||
εντολή f | |||
οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν | |||
| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
instn | |||
inst; instr | |||
| |||
instr. | |||
The explanation of constitutional rights given by a judge to a defendant |
instruction : 302 phrases in 31 subjects |