instruction | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
List | |
comp., MS | Λίστα |
list | |
comp., MS | λίστα |
industr. construct. | παρυφή |
listing | |
agric. | αυλάκωσις κατά τας ισοϋψείς |
fin. | καθορισμός τιμής; εισαγωγή χρεωγράφου στο χρηματιστήριο; καθορισμός τιμής στο χρηματιστήριο |
industr. construct. | ούγια |
| |||
τμήμα ελέγχου | |||
οδηγία | |||
εντολή | |||
οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν | |||
| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
instn | |||
inst; instr | |||
| |||
instr. | |||
The explanation of constitutional rights given by a judge to a defendant |
instruction : 298 phrases in 31 subjects |