instruction v | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
control unit v | |
el. | στοιχείο ελέγχου |
IT | μονάδα ελέγχου εντολών |
mater.sc. | όχημα διοικήσεως; όχημα ελέγχου και συντονισμού επιχειρήσεων |
mech.eng. | συσκευή ελέγχου; πίνακας ελέγχου; πινακίδιο ελέγχου |
| |||
τμήμα ελέγχου | |||
οδηγία f | |||
εντολή f | |||
οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν | |||
| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
instn | |||
inst; instr | |||
| |||
instr. | |||
The explanation of constitutional rights given by a judge to a defendant |
instruction : 296 phrases in 31 subjects |