instantaneous | |
med. | ακαριαίος; άμεσος; στιγμιαίος |
frequency | |
commun. | περιοδικότητα |
comp., MS | συχνότητα |
health. | συχνότης |
med. | συχνότητα; συνεχής επανάληψη |
nat.sc. | επικρατούσα αφθονία |
| |||
ακαριαίος; άμ́εσος; στιγμιαίος | |||
English thesaurus | |||
| |||
inst |
instantaneous : 101 phrase in 24 subjects |