Inspection | |
med. | Επιθεώρηση |
inspection | |
gen. | επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία; επιθεώρηση |
account. | επισκόπηση |
environ. | εποπτεία |
industr. construct. met. | διαλογή; έλεγχος |
law insur. commun. | έλεγχος' επιτήρηση |
med. | εξέταση |
by | |
gen. | διά; μέσω; από |
variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
| |||
επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία f; επιθεώρηση f | |||
επισκόπηση f | |||
διαλογή f; έλεγχος m | |||
έλεγχος' επιτήρηση | |||
εξέταση f | |||
επιθεώρησις f | |||
| |||
εποπτεία f | |||
| |||
Επιθεώρηση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
inspn | |||
insp | |||
Action aimed at to appreciating the degree of preparation of an element and its capacity to carry out its missions. (FRA) | |||
TID inspection (MichaelBurov) |
inspection : 464 phrases in 44 subjects |