inside | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικός; εντός |
of | |
gen. | από |
shell plating | |
transp. nautic. fish.farm. | ελασμάτινο περίβλημα σκάφους; εξωτερικό περίβλημα σκάφους |
| |||
εσωτερική; εσωτερικός; εντός | |||
εσωτερικό n; εσωτερική πλευρά |
inside : 111 phrases in 22 subjects |