insertion | |
gen. | καταχώρηση; καταχώριση |
spanner | |
mech.eng. | κλειδί σύσφιξης; κλειδί τύπου διχάλας; κλειδί περικοχλίων; περικοχλιοστρόφιο; κλειδί μηνοειδούς σχήματος |
| |||
καταχώρηση f; καταχώριση f | |||
ένθεση f; κατάφυση; εισαγωγή f; προσθήκη f | |||
English thesaurus | |||
| |||
insrt |
insertion : 83 phrases in 18 subjects |