input signal | |
el. | σήμα εισόδου; ρεύμα εισόδου |
check | |
agric. construct. | λεκάνη κατάκλυσης |
fin. | προβαίνω σε ελέγχους |
industr. | ρυθμιστής στάθμης |
industr. construct. | ρωγμή |
industr. construct. met. | διαμάντωμα; καλτσίνα; ράγισμα; ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου; επιφανειακή ρωγμή |
| |||
σήμα εισόδου; ρεύμα εισόδου |
input : 570 phrases in 30 subjects |