inner | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικό; εσωτερικός |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
εσωτερική; εσωτερικό; εσωτερικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
INR/inr | |||
i |
inner : 135 phrases in 24 subjects |