initial | |
gen. | αρχικό; αρχική |
insur. | υπογραφή αποδοχής |
med. | αρχέγονος; αρχικός |
initialling | |
law | μονογράφηση |
margin | |
commun. | ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας |
comp., MS | περιθώριο |
fin. | διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης; περιθώριο δημοσιονομικών χειρισμών; περιθώριο ασφαλείας |
mech.eng. | μεταβατική περιοχή ελεύθερης επιφάνειας; μεταβατική περιοχή |
| |||
αρχικότο n | |||
αρχέγονος | |||
| |||
υπογραφή αποδοχής | |||
| |||
αρχικά n | |||
| |||
μονογράφηση | |||
| |||
αρχική | |||
αρχικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ial; init; int | |||
A point 3 to 5 mi. prior to the threshold on the upwind leg, and usually 500 ft above the normal aerodrome traffic circuit, where military aircraft join the aerodrome traffic circuit to conduct an overhead break. |
initial : 321 phrases in 35 subjects |