infrared | |
commun. IT | υπέρυθρο |
industr. | υπέρυθρος -η-ο |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
υπέρυθρο | |||
υπέρυθρος -η-ο | |||
υπερέρυθρος; υπέρυθρος | |||
English thesaurus | |||
| |||
i.r. |
infrared : 89 phrases in 17 subjects |