Industry | |
comp., MS | Τμήμα αγοράς |
industries | |
account. | βιομηχανίες |
industry | |
gen. | βιομηχανία |
econ. industr. construct. | επιχείρηση |
environ. | βιομηχανία/επιχείρηση/κλάδος; κλάδος |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
βιομηχανία f | |||
επιχείρηση f | |||
βιομηχανία/επιχείρηση/κλάδος f | |||
κλάδος οικονομικής δραστηριότητας | |||
| |||
βιομηχανίες κλάδοι | |||
| |||
κλάδος m | |||
| |||
Τμήμα αγοράς (The label for a DropDown list of industry types to be associated with an Account) | |||
English thesaurus | |||
| |||
ind; indus | |||
ind. |
industry : 831 phrases in 51 subjects |