induction loop | |
commun. el. | κλειστό κύκλωμα για βαρήκοους |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
κλειστό κύκλωμα για βαρήκοους | |||
αγωγός γραμμής; ρεύμα βρόχου λόγω μαγνητικής επαγωγής |
induction loop : 4 phrases in 2 subjects |
Electronics | 2 |
Information technology | 2 |