indigenous | |
med. | αυτόχθων; γηγενής; ιθαγενής; ντόπιος |
nat.sc. life.sc. agric. | αυτόχθον; ιθαγενές |
propagation | |
coal. chem. el. | διάδοση; διάχυση |
project | |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
el. construct. | σχεδιασμός |
environ. | σχέδιο; έργο; σχέδιο; σχέδιο/έργο |
IT dat.proc. | πρόγραμμα |
mater.sc. | έργο; προεξέχω |
| |||
αυτόχθων; γηγενής; ιθαγενής; ντόπιος | |||
αυτόχθον; ιθαγενές | |||
αυτόχθονας |
indigenous : 39 phrases in 18 subjects |