indexing | |
el. | δεικτοδότητση |
fin. | ίντεξινγκ |
IT | ευρετηριασμός |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
δεικτοδότητση | |||
ίντεξινγκ | |||
ευρετηριασμός | |||
ευρετηρίαση; ευρετηριάζω |
indexed : 120 phrases in 16 subjects |