increment | |
IT dat.proc. | αυξάνω |
med. | αύξηση; προσαύξηση; ανάπτυξη |
size | |
commun. | κόλλημα |
industr. construct. | κολλάρισμα; κόλλα; κόλλα υφάσματος |
industr. construct. chem. | κολλαρίζω; προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως |
med. | ταξινομώ κατά μέγεθος ταξινόμησα; μέγεθος; διάσταση |
nat.sc. | διαμέτρημα |
| |||
αύξηση f; προσαύξηση f; ανάπτυξη f | |||
στοιχειώδες δείγμα | |||
| |||
αυξάνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
inc; incr |
increment : 53 phrases in 18 subjects |