increment abbr. | |
IT dat.proc. | αυξάνω |
med. | αύξηση; προσαύξηση; ανάπτυξη |
operator abbr. | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
αύξηση; προσαύξηση; ανάπτυξη | |||
στοιχειώδες δείγμα | |||
| |||
αυξάνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
inc; incr |
increment : 53 phrases in 18 subjects |