increase | |
gen. | αυξάνω |
comp., MS | αύξηση |
econ. stat. | προσαύξηση |
market. fin. | αύξηση του παθητικού; αύξηση του ενεργητικού |
of | |
gen. | από |
oxygen content | |
environ. | περιεκτικότητα σε οξυγόνο; περιεκτικότητα σε οξυγόνο |
| |||
ανάπτυξη f; μεγάλωμα n; αυξάνω αύξησα; μεγαλώνω μεγάλωσα; αναπτύσσω ανέπτυξα | |||
| |||
αυξάνω | |||
| |||
αύξηση (A transaction where items come into inventory) | |||
προσαύξηση | |||
αύξηση του παθητικού; αύξηση του ενεργητικού | |||
αύξηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
icr; inc | |||
incr |
increase : 190 phrases in 32 subjects |