increase | |
gen. | αυξάνω |
comp., MS | αύξηση |
econ. stat. | προσαύξηση |
market. fin. | αύξηση του παθητικού; αύξηση του ενεργητικού |
in | |
gen. | μέσα; σε |
output | |
commun. | λήψη |
econ. | προΜόν |
econ. stat. | απόδοση της παραγωγής |
econ. work.fl. | μέτρο εκροών |
industr. construct. met. | ρυθμός τήξεως του γυαλιού |
IT tech. | διαδικασία εξαγωγής |
lab.law. | απόδοση |
mech.eng. el. | ισχύς εξόδου; ωφέλιμη ισχύς |
| |||
ανάπτυξη f; μεγάλωμα n; αυξάνω αύξησα; μεγαλώνω μεγάλωσα; αναπτύσσω ανέπτυξα | |||
| |||
αυξάνω | |||
| |||
αύξηση (A transaction where items come into inventory) | |||
προσαύξηση | |||
αύξηση του παθητικού; αύξηση του ενεργητικού | |||
αύξηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
icr; inc | |||
incr |
increase : 190 phrases in 32 subjects |