incidentals | |
gen. | επιπρόσθετες δαπάνες; έκτακτες δαπάνες |
Parametered | |
gen. | Παραμετρική |
parameter | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
| |||
επιπρόσθετες δαπάνες; έκτακτες δαπάνες | |||
συμπληρωματικά έξοδα; έκτακτα έξοδα; πρόσθετα έξοδα |
incidental : 50 phrases in 15 subjects |