in line abbr. | |
agric. | επί της γραμμής; σε γραμμή |
sorting abbr. | |
agric. industr. | γυάλισμα καλύμματος |
comp., MS | ταξινόμηση; ταξινόμηση |
environ. | διαχωρισμός |
industr. construct. | διαλέγω |
med. | διαλογή πρωτεϊνών; πρωτεϊνική ταξινόμηση; επιλογή; ταξινόμηση; διαλογή |
| |||
επί της γραμμής; σε γραμμή |
in-line : 92 phrases in 20 subjects |