impulse | |
earth.sc. transp. | ώθηση δύναμης |
el. | παλμώθηση |
med. | ορμέμφυτο; διέγερση; ώθηση; ορμή; ποσότητα κίνησης; παλμός |
selector | |
gen. | διάταξη επιλογής |
agric. | επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων |
comp., MS | επιλογέας |
earth.sc. tech. | επιλογέας παλμών |
el. | διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος |
| |||
ορμέμφυτο m; διέγερση | |||
| |||
ώθηση δύναμης | |||
παλμώθηση | |||
ώθηση; ορμή; ποσότητα κίνησης; παλμός; ώση; παρόρμηση | |||
ώθησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
generator | |||
imp | |||
impl |
impulse : 178 phrases in 25 subjects |