impulse | |
earth.sc. transp. | ώθηση δύναμης |
el. | παλμώθηση |
med. | ορμέμφυτο; διέγερση; ώθηση; ορμή; ποσότητα κίνησης; παλμός |
response | |
agric. chem. | ανταπόκριση |
comp., MS | απόκριση |
environ. | Απάντηση; υπσμvημα αvτικρoύσεως |
IT | αρχέγονο απόκρισης |
law | αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως |
med. | απόκριση; αντενέργεια; απάντηση; αντίδραση |
| |||
ορμέμφυτο n; διέγερση f | |||
| |||
ώθηση δύναμης | |||
παλμώθηση | |||
ώθηση; ορμή; ποσότητα κίνησης; παλμός; ώση; παρόρμηση | |||
ώθησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
generator | |||
imp | |||
impl |
impulse : 178 phrases in 25 subjects |