implementing power abbr. | |
gen. | εκτελεστική αρμοδιότητα |
implementing powers abbr. | |
gen. | εκτελεστική αρμοδιότητα |
confer abbr. | |
gen. | παράβαλε; χορηγώ |
on abbr. | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
the abbr. | |
gen. | ή |
Commission abbr. | |
obs. polit. | Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
polit. | Ευρωπαϊκή Επιτροπή |
commission abbr. | |
gen. | επιτροπή της Επιτροπής των Περιφερειών; αναθέτω παραγγελία; επιτροπή |
commun. | αναλογούν μερίδιο κατά δέμα |
law | θητεία ; εντολή |
transp. | προμήθεια |
commissions abbr. | |
gen. | προμήθειες; προμήθειες δοθείσες |
| |||
εκτελεστική αρμοδιότητα | |||
εκτελεστικές αρμοδιότητες; αρμοδιότητες εκτέλεσης | |||
| |||
εκτελεστική αρμοδιότητα |
implementing powers : 5 phrases in 4 subjects |
Commerce | 1 |
Communications | 1 |
Finances | 1 |
General | 2 |