immersion | |
forestr. | εμποτισμός με ελεύθερη εμβάπτιση |
med. | βύθιση; εμβάπτιση; εμβύθιση; βύθισμα |
met. | εμβάπτιση για γαλβανισμό |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
εμποτισμός με ελεύθερη εμβάπτιση | |||
βύθιση f; εμβάπτιση f; εμβύθιση f; βύθισμα n | |||
εμβάπτιση για γαλβανισμό | |||
κατάδυση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
virtual reality |
immersion : 76 phrases in 17 subjects |