illumination abbr. | |
cultur. | διακοσμήσεις χειρογράφου; χρωματογραφία |
el. | φωτεινότητα |
pattern abbr. | |
comp., MS | μοτίβο |
industr. construct. | στάμπα για κοπή; περιτύπωμα; σκάλισμα |
industr. construct. chem. | μάρκα οπίσθιας σφράγισης; σήμα οπίσθιας σφράγισης |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο; πρωτότυπο |
| |||
διακοσμήσεις χειρογράφου; χρωματογραφία f | |||
φωτεινότητα f | |||
φωτισμός m; φωταγώγηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
illumina |
illumination : 67 phrases in 16 subjects |