illumination | |
cultur. | διακοσμήσεις χειρογράφου; χρωματογραφία |
el. | φωτεινότητα |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
διακοσμήσεις χειρογράφου; χρωματογραφία f | |||
φωτεινότητα f | |||
φωτισμός m; φωταγώγηση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
illumina |
illumination : 67 phrases in 16 subjects |