human | |
gen. | άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
interaction | |
gen. | διάδραση |
comp., MS | αλληλεπίδραση |
health. pharma. | αλληλεπιδράσεις |
IT environ. agric. | αλληλεπίδραση ; διάδραση |
math. | αλληλεπίδραση |
| |||
άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο | |||
με ανθρώπινη παρέμβαση; ανθρώπινος; ανθρωπογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hum |
human : 725 phrases in 41 subjects |