human | |
gen. | άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο | |||
με ανθρώπινη παρέμβαση; ανθρώπινος; ανθρωπογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hum |
human : 725 phrases in 41 subjects |