human | |
gen. | άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
| |||
άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο | |||
με ανθρώπινη παρέμβαση; ανθρώπινος; ανθρωπογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hum |
human : 741 phrases in 41 subjects |