hook | |
agric. mech.eng. | κοτσαδώρος |
commun. | γάντζος; κρεμαστάρι |
fish.farm. | αγκίστρι αλιείας |
industr. construct. | άγγιστρο; τσαγανός; γάντζος σύνδεσης ταινιών κίνησης |
industr. construct. met. | κρεμάστρα τσιμπουκιού; κρεμάστρα φουσκαδόρων |
med. | άγκιστρο |
spanner | |
mech.eng. | κλειδί σύσφιξης; κλειδί τύπου διχάλας; κλειδί περικοχλίων; περικοχλιοστρόφιο; κλειδί μηνοειδούς σχήματος |
| |||
κοτσαδώρος; άγκιστρο έλξης | |||
γάντζος m; κρεμαστάρι n | |||
άγγιστρο n (A location in a routine or program in which the programmer can connect or insert other routines for the purpose of debugging or enhancing functionality) | |||
αγκίστρι αλιείας; αγκίστρι n | |||
άγγιστρο n; τσαγανός; γάντζος σύνδεσης ταινιών κίνησης | |||
κρεμάστρα τσιμπουκιού; κρεμάστρα φουσκαδόρων | |||
άγκιστρο n | |||
συνδετήρας m | |||
| |||
αγκιστρώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
Hook (A location in a routine or program in which the programmer can connect or insert other routines for the purpose of debugging or enhancing functionality) | |||
| |||
Helping Out Our Kids; Redhook Ale Brewery, Inc. |
hook : 282 phrases in 26 subjects |