high speed | |
transp. mech.eng. | γρήγορη ταχύτητα |
developer | |
commun. IT | αναπτύσσων; σχεδιαστής |
comp., MS | προγραμματιστής |
construct. mun.plan. | εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία |
cultur. | εμφανιστής; προϊόν εμφάνισης; διάταξη εμφάνισης |
| |||
γρήγορη ταχύτητα | |||
υψηλές στροφές nhi | |||
English thesaurus | |||
| |||
hs | |||
h.s. | |||
| |||
HS (MODEM) | |||
| |||
h.s. |
high speed : 166 phrases in 21 subjects |