guideline | |
med. | γραμμή καθοδήγησης |
guidelines | |
econ. | κατευθυντήριες οδηγίες |
forestr. | κατευθυντήριες γραμμές; οδηγίες |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
conditionality | |
fin. | προϋποθέσεις ανάληψης κεφαλαίων χορηγουμένων από το ΔNT; προϋποθέσεις; προϋποθετότητα |
| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
κατευθυντήριες γραμμές; οδηγίες f | |||
κατευθυντήριες αρχές | |||
| |||
γραμμή καθοδήγησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
a description of a particular way of accomplishing something that is less prescriptive than a procedure |
guidelines : 97 phrases in 24 subjects |