guideline | |
fin. econ. agric. | κατευθυντήρια γεωργική γραμμή; γεωργικός κανόνας |
med. | γραμμή καθοδήγησης |
polit. | κατευθυντήρια οδηγία; προσανατολισμός |
guidelines | |
econ. | κατευθυντήριες οδηγίες |
forestr. | κατευθυντήριες γραμμές; οδηγίες |
value | |
gen. | εκτιμώ |
busin. labor.org. account. | αποτίμηση; αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία |
comp., MS | τιμή |
med. | αξία; τιμή |
scient. el. | στιγμιαία τιμή |
| |||
γραμμή καθοδήγησης | |||
| |||
κατευθυντήριες οδηγίες | |||
κατευθυντήριες γραμμές; οδηγίες f | |||
κατευθυντήριες αρχές | |||
| |||
κατευθυντήρια γεωργική γραμμή; γεωργικός κανόνας | |||
κατευθυντήρια οδηγία; προσανατολισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
a description of a particular way of accomplishing something that is less prescriptive than a procedure |
guideline : 117 phrases in 27 subjects |