growth | |
med. | ανάπτυξη; αύξηση; μεγάλωμα |
pattern | |
comp., MS | μοτίβο |
industr. construct. | στάμπα για κοπή; περιτύπωμα; σκάλισμα |
industr. construct. chem. | μάρκα οπίσθιας σφράγισης; σήμα οπίσθιας σφράγισης |
mater.sc. | πρότυπο φύλλο; πρωτότυπο |
| |||
ανάπτυξη; αύξηση; μεγάλωμα n | |||
αύξηση διαστάσεων; μεγέθυνση | |||
English thesaurus | |||
| |||
Growth Relief Opportunity Without Tax Hike | |||
| |||
G |
growth : 548 phrases in 31 subjects |