grinding | |
chem. | ταγιάρισμα |
environ. | άλεση; ισοπέδωση; λείανση; πολτοποίηση; τρόχισμα |
industr. | άλεση |
mech.eng. | ισοπέδωση |
met. | λείανση; τρόχισμα |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
σπάσιμο; κοπάνισμα | |||
ταγιάρισμα | |||
άλεση/πολτοποίηση/ισοπέδωση/λείανση/τρόχισμα | |||
μηχανική πολτοποίηση | |||
άλεση | |||
ισοπέδωση; επαναλείανση | |||
τροχίζω | |||
λείανση; τρόχισμα | |||
λειοτρίβηση | |||
| |||
άλεση; ισοπέδωση; λείανση; πολτοποίηση; τρόχισμα |
grinding : 203 phrases in 16 subjects |