gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
unload | |
agric. | εξάγει από το δοχείο |
comp., MS | κατάργηση φόρτωσης |
el. | αποφόρτιση; μείωση φορτίου |
fin. | εκφορτώνω |
unloading | |
agric. | εξαγωγή από το δοχείο |
forestr. | φόρτωση |
mater.sc. construct. | αποφόρτιση |
transp. industr. construct. | εκφόρτωση |
| |||
βαρύτητα f; βαρυτική δύναμη | |||
βαρύτητα f (gravitas) | |||
English thesaurus | |||
| |||
gr; grav | |||
g (force) | |||
g |
gravity : 234 phrases in 25 subjects |