Governor | |
gen. | διοικητής |
governor | |
gen. | κυβερνήτης |
astronaut. transp. | Ρυθμιστής |
mech.eng. | εξομοιωτήρας πίεσης; ρυθμιστής πίεσης; υποβιβαστής πίεσης; υποβιβαστής-ρυθμιστής; ρυθμιστής αντλίας πετρελαίου |
with | |
gen. | με |
automatic loading | |
IT | αυτόματη φόρτιση |
| |||
κυβερνήτης m | |||
Ρυθμιστής m | |||
εξομοιωτήρας πίεσης; ρυθμιστής πίεσης; υποβιβαστής πίεσης; υποβιβαστής-ρυθμιστής; ρυθμιστής αντλίας πετρελαίου | |||
ρυθμιστής στροφών | |||
| |||
διοικητής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
guv | |||
| |||
Gov |
governor : 134 phrases in 16 subjects |