genuine use | |
patents. | ουσιαστική χρήση; πραγματική χρήση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
Community | |
comp., MS | Κοινότητα |
community | |
comp., MS | κοινότητα |
environ. | Κοινότητα |
health. | κοινότης |
life.sc. environ. nat.res. | οικολογική κοινότητα; βιοκοινότητα; βιοκοινωνία; βιολογική κοινωνία; βιοτική κοινότητα; κοινότητα ειδών |
| |||
ουσιαστική χρήση; πραγματική χρήση |
genuine use : 4 phrases in 2 subjects |
Law | 2 |
Patents | 2 |