future | |
gen. | μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον |
fin. | προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης |
futures | |
account. | προθεσμιακές πράξεις |
environ. | συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
clause | |
comp., MS | όρος |
IT | όρος |
| |||
προθεσμιακές πράξεις | |||
συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
συναλλαγές επί προθεσμία | |||
| |||
μελλοντική; μελλοντικό; μελλοντικός; μέλλον | |||
προθεσμιακό συμβόλαιο; προθεσμιακή σύμβαση; συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
fut; fut. (tense Vosoni) | |||
| |||
Females United To Unilaterally Reduce Endo |
future : 159 phrases in 26 subjects |