fusing | |
industr. construct. met. | συγκόλληση με σύντηξη |
point | |
environ. | σημείο; αιχμή; βαθμός; βελόνα; σταθμός; στιγμή |
hobby agric. | αιχμή του αγκιστριού |
industr. construct. | βελονάκι; βελόνα |
points | |
fin. | προεξοφλημένος τόκος δανείου |
| |||
συγκόλληση με σύντηξη |
fusing : 3 phrases in 1 subject |
Electronics | 3 |