functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional : 227 phrases in 28 subjects |