functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
layer | |
agric. | όρνιθα ωοπαραγωγής; ωοτόκος όρνιθα |
chem. | επίστρωμα εφυαλώματος |
comp., MS | επίπεδο |
construct. | στρώση |
life.sc. agric. | καταβολάδα |
med. | στρώμα |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional : 227 phrases in 28 subjects |