functional abbr. | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
dependency abbr. | |
comp., MS | εξάρτηση |
econ. | δεσμός εξάρτησης |
fin. polit. | εξαρτώμενο έδαφος |
med. | εξάρτηση |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional : 227 phrases in 28 subjects |