functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
class | |
gen. | θέση |
commun. | κατηγορία |
comp., MS | τάξη; κλάση |
fin. | κλάση οψιόν |
IT dat.proc. | κατηγορία χαρακτήρων |
life.sc. | κλάση; ομοταξία |
med. | κλάση; τάξη |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional : 227 phrases in 28 subjects |