-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
Division | |
gen. | μεραρχία' μοίρα ναυτικού' διεύθυνση |
division | |
gen. | διαίρεση των πλανητικών δακτυλίων |
comp., MS | τμήμα |
earth.sc. | γραμμή βαθμονόμησης |
econ. | διάσπαση |
h.rghts.act. social.sc. | διχασμός |
life.sc. agric. | διαίρεση |
life.sc. nat.res. | άθροισμα; συνομοταξία |
nat.sc. earth.sc. environ. | απόσταση γραμμών βαθμονόμησης |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
λειτουργώ | |||
λειτουργία m (A data service operation that is bound to a URI that does not have a side-effect on data exposed by the data service); συνάρτηση (A prewritten formula that simplifies the process of entering calculations and enables the user to use formulas that might be difficult to build from scratch) | |||
συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία | |||
λειτουργία m; λειτουργώ λειτούργησα; έργο | |||
| |||
λειτουργία m | |||
| |||
λειτουργία | |||
English thesaurus | |||
| |||
fun | |||
fct; fctn; func | |||
The broad, general, and enduring role for which an organization is designed, equipped, and trained (JP 1) |
function : 803 phrases in 42 subjects |