front feed | |
commun. | πλαγίως τροφοδοτική κεραία; πλευρική τροφοδοτική κεραία |
roller | |
agric. | κύλινδρος του ζυμωτηρίου |
earth.sc. | αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο; εκχυνόμενο κύμα |
lab.law. | ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος |
transp. | έλκυστρο; κυλινδρίσκος |
| |||
πλαγίως τροφοδοτική κεραία; πλευρική τροφοδοτική κεραία |
front feed : 2 phrases in 2 subjects |
Mechanic engineering | 1 |
Technology | 1 |