friction | |
industr. construct. | τρίβομαι; τρίβω |
med. | τριβή; τρίψιμο; εντριβή |
socket | |
chem. | προσαρμοσμένος δακτύλιος |
commun. | υποδοχή πρίζας; υποδοχή βύσματος |
life.sc. coal. | υποδοχή στερέωσης |
mech.eng. | τροχίσκος; υποδοχή; υποδοχή τρυπανιού; βάση; υποστήριγμα; κοίλωμα |
| |||
τρίβομαι; τρίβω | |||
τριβή f; τρίψιμο n; εντριβή f | |||
| |||
τριβή | |||
English thesaurus | |||
| |||
fric |
friction : 256 phrases in 21 subjects |