freeze | |
gen. | κόλλημα |
agric. mech.eng. | καταψύχω; παγώνω |
comp., MS | σταθεροποίηση; πάγωμα |
A cell | |
med. | κύτταρο A; κύτταρο άλφα; γκλυκαγονοεκκριτικό κύτταρο |
reference | |
commun. | γράμμα παραπομπής |
fin. | αναγνωριστικό συναλλαγής; αναφορά συναλλαγής |
IT | παραπομπή |
law | προσφυγή στο Δικαστήριο; υποβολή στο Συμβούλιο |
law commun. | αναφορά' παραπομπή |
social.sc. | αναφορά |
work.fl. commun. | διαπαραπομπή |
reference... | |
mech.eng. | αρχικός... |
| |||
καταψύχω; παγώνω | |||
σταθεροποίηση f (To lock specific rows or columns in place in order to keep them in view while scrolling in a worksheet); πάγωμα n (In I/O operations, to prevent execution of a thread) | |||
καταψύχω κατέψυξα; παγώνω πάγωσα | |||
| |||
κόλλημα n | |||
English thesaurus | |||
| |||
frozen | |||
| |||
freeze |
freeze : 103 phrases in 24 subjects |